Θα φύγω μ’ ένα τρένο που θα χει κατεύθυνση το νότο· θα περνάνε κάδρα στα παράθυρα του τρένου τα δέντρα και τα σπίτια, θα μαζεύεται χνούδι στις άκρες των κάδρων απ’ το κρύο, σαν τράπουλα από χριστουγεννιάτικα τοπία θα διασκορπίζεται στον αέρα ο βόρειος κόσμος. Στο νότο ανήκουμε έτσι κι αλλιώς θα μου λέει ο Τζώνης ο Φασαρίας, αποχαιρετώντας ένα κορίτσι του βορρά. Δεν έχεις δίκιο Τζώνη θα σκέφτομαι, το κορίτσι μαζί σου να πάρεις, κι εκείνους που αγαπάς να φέρεις στο νότο, με ένα τρένο που μόνο νότια θα πηγαίνει και πίσω δε θα γυρίζει ξανά.
Αν σε γνώριζα τώρα, θα σε έπαιρνα από το χέρι, θα ανεβαίναμε στην κορυφή του Schloßberg και θα καθόμασταν να παρατηρούμε από κάτω την πόλη να σκοτεινιάζει περιβαλλόμενη από τον μέλανα δρυμό. Θα σου ‘βαζα στα ακουστικά να ακούσεις το Τhis time imperfect μόνο και μόνο για να νιώσεις την ένταση σ’ εκείνα τα δυο δευτερόλεπτα που ο Havok ψελλίζει σχεδόν λιπόθυμος “I think I’m gonna crush”, το The wrestler να ανατριχιάσεις με την ειλικρίνεια στη φωνή του Springsteen όσο υπόσχεται “I can make you smile when the blood it hits the floor”, την μαγευτικότατη αφήγηση του Tom Waits στο Kentucky Avenue και την αθωότητα του στίχου “I’ll get a dollar from my mamas purse and buy that skull and crossbones ring and you can wear it around your neck”, την σπαρακτικότατη προσδοκία της Lykke Li στο Tonight εκλιπαρώντας “don’t you let me go let me go tonight”, τον Matthew Perryman να βγάζει την ψυχή του ψελλίζοντας “οnly you, oh I want you, only you”, τον Buret να εκστασιάζεται και να φωνάζει από κάποιο άλλο, δικό του διαγαλαξιακό σύμπαν “Lili you know there is still a place for people like us”, την στιγμή που η παιδική χορωδία σου δίνει άφεση σε όσες αμαρτίες σου ανέσυραν με την μαυρίλα τους οι Dead Man’s Bones λίγο πριν το τέλος του Lose Your Soul, την αξεπέραστη εισαγωγή της Liz Fraser στο I wear your ring, την πανέμορφη αέρινη εισαγωγή του Step, την εξωγήινη κλιμάκωση “and I can’t fall asleep without a little help, it takes a while to settle down my shivered bones until the panic’s out” του Terrible love, τους iLiKETRAiNS και την στιχάρα “we’re out of our depth in a sea of regrets and I hate to say I told you so” που σου συνθλίβει το είναι εις τα εξ’ ων συνετέθη. Θα σου έδειχνα ένα ένα τα διαμαντάκια από το μουσικό μου θησαυροφυλάκιο, που η λάμψη του καθενός δε διαρκεί αλήθεια περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα.
Αλλά σε γνώρισα μερικά χρόνια πριν και τώρα ανεβαίνω στην κορυφή του Schloßberg και παρατηρώ μόνος από κάτω την πόλη να σκοτεινιάζει περιβαλλόμενη από τον μέλανα δρυμό και αναρωτιέμαι αν την ίδια στιγμή χάνεσαι και συ μέσα σε χιλιάδες ώρες μουσικής μόνο και μόνο για να ξεθάψεις και να χαϊδέψεις μερικά δευτερόλεπτα διαμαντάκια, κρυμμένα κάπου ανάμεσα.
Όταν έχεις διαφορά χιλιάδων βαθμών από τον αμέσως επόμενο, όταν είσαι ένα βήμα πριν καταρρίψεις κάθε ρεκόρ στην ιστορία του αθλήματος, όταν όλα τα στατιστικά και οι προγνώσεις συνηγορούν υπέρ σου και όλα αυτά πριν κλείσεις καν τα 30 σου, τότε ναι, είσαι δικαιολογημένα όσα σου αποδίδουν, μια τεννιστική μηχανή, ένα αθλητικό ρομπότ, οι σπόνσορες και οι φυλλάδες ξεροσταλιάζουν κάτω απ’ τα πόδια σου, γίνεσαι ίνδαλμα κάθε πιτσιρικά, ναι, όλα δικαιολογημένα. Οι αριθμοί δεν κάνουν λάθος.
Ένα σημείο μόνο. Οι αριθμοί και η λατρεία των πρωτοσέλιδων, δεν συμβάδισαν ποτέ με την λατρεία του κόσμου. Όσα masters και gland slam, όσες διαδοχικές εβδομάδες στα rankings και όσες παχουλές επιταγές μπορούν να σου εξασφαλίσουν οι σταθερές άμυνες και τα αψεγάδιαστα παιγνίδια, την αγάπη του κόσμου δεν στην εξασφαλίζουν μήτε οι αριθμοί μήτε τα στατιστικά.
Κι αυτό γιατί ο κόσμος μπορεί να θαυμάζει εφήμερα αλλά δε ταυτίζεται ποτέ πραγματικά με τις μηχανές και τους αψεγάδιαστους. Αυτούς που παρά τα σκαμπανεβάσματά, παρά της κακοτυχίες τους, όταν είναι η καλή τους μέρα βγαίνουν και δίνουν τροφή στο φιλοθεάμον αγαπάει, γι’ αυτούς ανοίγει τις τηλεοράσεις. Που μ’ ένα ανάποδο ψαλίδι ή ένα φινετσάτο ανέβασμα στο φιλέ, θα στείλουν τα στατιστικά και τους αριθμούς στον αδόξαστο και τους ίδιους πιο βαθιά στην καρδιά του. Μ’ αυτούς ταυτίζεται ο κόσμος, γι’ αυτούς ξενυχτάει, γι’ αυτούς ελπίζει.
Μεταξουργείο, Σφακτηρίας και Πλαταιών γωνία χαράματα. Πέντε αιώνια λεπτά και εκατό βαρβάτα τσιγάρα μέχρι τ’ αμάξι. “Ξέσπασε, βρίσε, πες κάνε κάτι γαμώτο σου. Η ενοχή συνηθίζεται, ξεχνιέται, έχουμε ξαναπεράσει από κει. Η μούγγα σου θα με στοιχειώνει μια ζωή”. Τσιγάρο νούμερο εκατό και ένα. Έφυγα. Αυτή τη φορά δεν έβγαλα κιχ.
ø
Μεξικάνος, πλατεία Ελευθερίας. “Θα εμπνέαμε πολλούς σκηνοθέτες ξέρεις, αμέ. Θα τα βγάλουμε όλα σε σκριπτ και θα τα ακριβοπουλήσουμε” έλεγε με ύφος φιλμ νουάρ φυσώντας φινετσάτα τον καπνό πάνω απ’ τον ώμο της. Αυτή η κουβέντα επαναλαμβάνεται ίδια και απαρράλαχτη κάθε φορά, όπως ακριβώς και η συνάντηση μας στο ίδιο μέρος, το ίδιο τραπέζι, οι τρεις μαργαρίτες και τα φαχίτας νούμερο εικοσιτέσσερα. Το αν το πιστεύει στ’ αλήθεια ή όχι δεν έχει σημασία. Κάθε φορά, πάντως, προσθέτει και καινούριες σελίδες στο σκριπτ της, αυτό μπορώ να το διαβεβαιώσω· και γω υπνωτισμένος κρέμομαι από τα χείλη της, πεπεισμένος πως η ζωή είναι σίγουρα αστεία, αστεία και παράξενη.
ø
Παγκράτι. “Mάθαμε πως είσαι στην πόλη, κόπιασε να καφεδιαστούμε”. Οι παλιοί συμμαθητές παρατηρούν με ύφος απορημένο και διεισδυτικό. “Μα πως, εσύ τότε, εσύ τώρα, εσύ πίσω απ’ τα πληκτρολόγια και σημείο τομής ούτε μισό. Άλλαξες ρε μαν”. Ένα ηλίθιο αμήχανο γνέψιμο ήταν το μόνο που μου βγήκε. Σάμπως και ήξερα τι άλλο να πω.
ø
Παλαιό Φάληρο, Φλοίσβος. Λιώναμε τις σόλες μας διασχίζοντας αεράτοι κυριακάτικα τον πεζόδρομο και πίναμε stella artois γιατί μας άρεσε το πιασάρικο όνομα της, δεκάρα δε δίναμε αν η ετικέτα δήλωνε weisse, bocks ή golden ale. Πολύ μετά, κατηφόριζα μόνος, με το γράμμα που τόσο καιρό στα χέρια μου από χνούδι ανάλαφρο έγινε βαρίδι μεγατόνων, θέλοντας να σιγουρευτώ ότι αυτή τη φορά θα ‘φτανε στον προορισμό του. Αυτό να μου βαραίνει το χέρι και η εξήγηση του Λειβαδίτη που έρχεται όταν δε θα χρειάζεται πια καμιά εξήγηση να μου καίει το -κατά τ’αλλά πυρίμαχο, πίστευα- μέσα μου. Δεν άντεξα και το ‘ριξα απ’ την αποβάθρα. Η εξήγησή μου και ένα τεράστιο κομμάτι της αυτοεκτίμησής μου βουλιάζαν χέρι-χέρι.
ø
Πανεπιστήμιο, μαγαζί με τα άσπρα Steinway. Ακόμη πιστεύω βαθιά πως ο Carney έτυχε να ‘ναι εκεί σε μια γωνιά και να μας κρυφοκοιτάζει πριν εμπνευστεί την τελετουργική σκηνή στο Once. Βγαίνοντας συμφωνήσαμε πως αν βγάλουμε ποτέ λίγα χρήματα παραπάνω, θα αγοράσουμε και μεις ένα, αυτή θα ‘ναι και η μόνη πολυτέλεια που θα επιτρέψουμε στον εαυτό μας, δε θα ‘χαμε εξ’ άλλου ανάγκη από καμιά άλλη.
.
ø
.
Πόρτο Ράφτη, στο εξοχικό με την πιο ωραία βεράντα στον κόσμο. Στο ηχείο ο καταλανός έδινε την ψυχή του στο πιο όμορφο τραγούδι που άκουσαν ποτέ τ’ αφτιά μου και ας μην καταλάμβαινα τον χριστό μου. Εκείνο τ’ απόγευμα βγάλαμε τα σώψυχα μας, είπαμε μυστικά, για δεινοσαύρους και μάγισσες, ξεγυμνώσαμε το μέσα μας ολόκληρο, κομμάτι κομμάτι. Μετά που βράδιασε, έβαλε το μπλε φόρεμα της, κατηφορίσαμε και εξαγνίσαμε όλα όσα ειπώθηκαν, στην παραλία από κάτω. “Μην κοιτάς τα μαλλιά μου, δε μου φτάνει η έλλειψη σιδήρου είναι και λιγδιασμένα από πάνω” είπε με συστολή. Την κοίταξα χαμογελώντας. Ήταν μία απ’ αυτές τις αμέτρητες στιγμές που ευχόμουν να μπορούσε να διαβάσει σωστά, έστω και για λίγο, την σκέψη μου.
.
[…]
.
Θα μπορούσα να σου ονομάσω και να σου διηγηθώ κι άλλα, πολλά. Κάποια ξεθώριασαν, κάποια αντηχούνε ακόμα σαν ψαλμωδία ιερή και κατανυχτική μέσα μου και κάποια άλλα κάηκαν ενώ ξεφυσώ κατά καιρούς την γκρίζα στάχτη τους. Τις ακριβείς συντεταγμένες και τους αριθμούς τα απώλεσε ήδη η μνήμη. Φοβάμαι πως θα ‘ρθει η μέρα που δε θα μπορώ να πω τίποτα, ούτε να γράψω γι’ αυτά. Υπάρχει όμως ακόμα κάτι, εκείνο μπλε φόρεμα, που δε βγήκε ποτέ απ’ το μυαλό μου. Αν κάτι έχει παραμείνει ακόμα αγνό και αμόλυντο μέσα μου είναι η ανάμνηση αυτού του μπλε φορέματος. Γι’ αυτό θα μπορούσα ακόμη να πω πολλά. Για το σώμα που κάλυπτε να γράψω ακόμη πολύ περισσότερα. Όσο για κείνο το θλιμμένο χαμόγελο, θα μπορουσα να κάμω τα πάντα.
“Time it was and what a time it was, it was a time of innocence, a time of confidences
Long ago it must be , I have a photograph
preserve your memories”
.
Αγκίστρι, Ιανουάριος
.
μια μέρα θα ξαναφύγουμε. και εκεί στο ίδιο ακριβώς σημείο θα ξαναπούμε μαζεμένα όλα τα “χαλάλι” του κόσμου.
το γιατί «ο κυρ Αντώνης δε ξαναβγήκε ποτέ του στην αυλή» το αντιλήφθηκα ετεροχρονισμένα. Να ‘ναι από θεία πρόνοια, να ‘ναι οι υπανάπτυκτες παιδικές μου νευρώσεις, σημασία δεν έχει. Όταν η βρωμόλεξη «απώλεια» αποφασίσει να σ’ επισκεφτεί –και θα βρει τρόπο να μπει η καριόλα θες δε θες να ανοίξεις- πονάει. Και όσο πιο απαλά είν’ τα νύχια σου, τόσο πιο πολύ σκίζουν τα δικά της.
Συν-πλην πέντε εγώ. Οι ‘μεγάλοι’, συνήθιζαν να παίζουν χαρτιά αφού τελείωνε το γλέντι και αυτός μη βλέποντας την τύφλα του απ’ το μεθύσι κάθε φορά και αφού τον διώχνανε διακριτικά «Παναγιώτη εσύ θα μας παιξεις μουσική που τα καταφέρνεις» καθότανε αγέρωχος και καμαρωτός στο πιάνο. Εγώ στηνόμουν κάθε φορά δίπλα του γοητευμένος (μη δω από τότε άνθρωπο μεθυσμένο και δη παραμελημένο). “Σήμερα, χικ, μικρέ μου φίλε, χικ, θα σου παίξω, χικ, Χατζηδάκι, χικ, που σ’ αρέσει”. Και αρχίναγε:
♫ ο κυρ Αντώνης πάει καιρός, που ζούσε στην αυλή, μ’ ένα κρεβάτι, κι ένα κανάτι, και με κρασί πολύ… ♫
Το ‘χα αγαπήσει βαθειά αυτό το τραγούδι. Μήτε απο Χατζιδάκιδες χαμπάριαζα, μήτε από κλίμακες και πεντάγραμμα. Στ’ αυτιά μου δεν ηχούσε τίποτ’ άλλο παρά μια όμορφη ιστορία, που ‘λεγε κάθε φορά ο μέθυσος φίλος των γονιών μου για ένα γαλανομάτη κυριούλη με αχτένιστα μαλλιά κι ένα λουλούδι καρφιτσωμένο στα παλιά του ρούχα που ‘παιζε μαζί με τα παιδιά, τα αγαπούσε και τα πρόσεχε. Είχα φτιάξει τη μορφή του στο μυαλό μου, ζούσε αθόρυβα και στοργικά εκεί μέσα, γίναμε φίλοι. Παίζαμε στα χωράφια με τα χώματα, και η παιδική μου φαντασία τον ήθελε εκεί παρών, να μας κοιτάει καθισμένος απ΄ την αυλή του και να χαμογελάει απολαμβάνοντας μας, όπως όλοι οι παππούδες του κόσμου.
Αυτοί όμως οι ρημαδοτελευταίοι στίχοι του τραγουδιού, που έπλασε τον παιδικό μου ήρωα, δε μου κάθονταν μα με τίποτα στο στομάχι. Και τι θα πει δηλαδή ότι στο τέλος δε ξαναβγαίνει ποτέ του στην αυλή; Και τι θα πει δηλαδή ότι “για πάντα μεσ’ τ’ όνειρο του θέλησε να ζει”; Σκάλιζα το μυαλό μου να καταλάβω, να βρω λύση. Στην πρώτη μου κασέτα είπα στον πατέρα να μου γράψει μόνο εκείνο το τραγούδι με τον κυρ Αντώνη, όσες φορές χωρούσε. Περίμενα πως πάνω στη ζάλη του, ο μέθυσος Παναγιώτης ξεχνούσε την συνέχεια της ιστορίας και άθελα του δεν την ολοκλήρωνε ποτέ. Δεν ικανοποιήθηκα. Το νόημα των στίχων το συνειδητοποίησα εν τέλη αρκετά μετά, σηματοδοτώντας την πρώτη -φανταστική- μου απώλεια.
Είπα στη δασκάλα του πιάνου ότι δε θέλω να μάθω ούτε κλίμακες, ούτε αρμονίες. Αυτό το τραγούδι θέλω να μου μάθεις της είπα. Και το ‘μαθα, καλά. Και το ‘παιζα, κάθε μέρα. Πολλές φορές. Παραλείποντας την τελευταία στροφή κάθε φορά. Ένοιωθα έτσι πως τον ξαναζωντάνευα. Προσπάθησα μάλιστα να προσθέσω μια δικιά μου τελευταία στροφή, να δώσω εγώ συνέχεια στην ιστορία, μια ιστορία που ο κυρ Αντώνης δε φεύγει, αλλά μένει εκεί, μαζί μας, για όσο. Δεν μου βγήκε ποτέ.
Χρόνια μετά, ακολούθησαν -κι ακολουθούν ακόμα- κι οι άλλοι οι κυρ Αντώνηδες, οι πραγματικοί, αυτοί που φεύγουν αθόρυβα, με τη δικιά τους δημιουργική ασάφεια στις τελευταίες στροφές, όπως κι ο ήρωας μου. Αυτούς τώρα δεν τους ενοχλώ πια, μήτε ξεψαχνίζω το μυαλό μου με αναπάντητα ‘γιατί’, όπως και τότε. Τους αφήνω να ξαποσταίνουν παραδομένοι στη μνήμη. Μόνο κάποια βράδια, πάνω στη μέθη και την παραζάλη μου, παραδίνομαι στη θύμηση τους και σιγοτραγουδώ χαμογελώντας:
«και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε, σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε, σαν παιδιά με σένα γελάμε, σαν κάνεις προσευχή, ταράμ ταράμ ταράμ»
Αυτός είναι κι ο φόρος τιμής μου.
(μ’ αφορμή μιας μεταμεσονύχτιας κουβέντας με τη Μ.)
Τη νύχτα εκείνη θα φοράω το καλό μου t-shirt, το ακριβό.
Το χέρι μου θα γλιστρίσει στις ανασφάλειες σου και θα τις τσακίσει.
Το χέρι σου θα τσακίσει το στήθος μου
και θα πάλλεται με ρυθμό εκατόν μετανοιών το δευτερόλεπτο.
Τη νύχτα εκείνη,
που θα φοράω το καλό μου t-shirt,
την ώρα που θα συνθλίβω τις ανασφάλειες σου
και που το χέρι σου θα πάλλεται με ρυθμό εκατόν μετανοιών το δευτερόλεπτο,
θα εκσφενδονιστούμε σε δύο νέες Aνατολές.
το ονόμασα περσείδα για χάρην εκείνης της νύχτας που εσύ είδες τρία τέτοια να πέφτουν και μένα με κοροϊδευες που δεν είδα ούτε μισό και πως ούτε μια φορά το χρόνο δε μπορώ να συγκεντρωθώ και να δώσω σημασία εκεί που πρέπει ακόμη και αν το ωραίο ξέρω ότι θα συμβεί εκείνη τη στιγμή μπροστά μου και ότι χάνω το νόημα και ότι στα μικρά πράγματα κρύβεται η μαγεία και ειδικά σ’ αυτά που δεν καταλαμβαίνουμε και δε θα αγγίξουμε ποτέ γιατί αυτά που δεν καταλαμβαίνουμε είναι αυτά που μας μαγεύουν γιατί οι άνθρωποι πληγώνονται από αυτά που καταλαμβαίνουν γιατί στο τέλος αντιλαμβάνονται ότι κατάλαβαν λάθος και ότι αυτό κάνουν οι ανθρωποι γιατί οι άνθρωποι έχουνε κουραστεί και έχουνε βαρεθεί να κάθονται και να περιμένουν με την πόρτα ξεκλείδωτη το θαύμα και γι’ αυτό όταν τους δώσει ραντεβού ειδικότερα το βράδυ και ακόμη ειδικότερα μακριά από τα φώτα της πόλης πέρνουνε τις καρέκλες τους και στήνονται και καρτερούν υπομονετικά να το δουν ακόμα και αν αυτό βρίσκεται έτη φωτός μακριά γιατί αν δεν έκαναν αυτό οι άνθρωποι θα μεταλλάσσονταν σε κυνικά και αναίσθητα γουρούνια όπως εμένα.
και προχθές που σκεφτόμουνα όλα αυτά που μου έλεγες και δεν ήξερα αν πρέπει να σε πάρω στα σοβαρά ή όχι γιατί μάλλον έχω μεταλλαχτεί σε κυνικό και αναίσθητo γουρούνι αλλά μόνο και μόνο η σκέψη ότι ανέσυρα από το μυαλό μου τα λόγια σου ήτανε διεγερτική γιατί βλέπεις έπαψα να το κάνω αυτό με τους ανθρωπους σκόνταψα πάνω σ’ αυτό και ήμουνα σίγουρος ότι αυτό δεν ήταν τυχαίο και θυμήθηκα εκείνο το τραγούδι που έλεγε για μεγάλες και τυχαίες συγκυρίες γιατί βλέπεις δεν έπαψα να το κάνω αυτό με τα τραγούδια ήμουνα σίγουρος όχι μόνο ότι ήταν ένα από ΄κείνα που είδες εκείνο το βράδυ που με κοροϊδευες που εγώ δεν είδα ούτε μισό αλλά ότι κουβαλούσε κιόλας την λαχτάρα που όσο την έστελνες εκεί πάνω είχες κλειστά τα μάτια χωρίς να σταματήσεις να λάμπεις ούτε εσύ ούτε και γω που βρισκόμουν δίπλα σου και μέχρι τώρα δροσιζόταν στα ρηχά μέχρι που σκόνταψα πάνω του και το κράτησα για λίγο στο χέρι μου και αυτό και την λαχτάρα σου μαζί και χαμογέλασα συνομωτικά.
Το ανθολόγιο της 5ης δημοτικού και η ανώνυμη αφιέρωση προτελευταία σελίδα, μυστήριο στα ανεξιχνίαστα / Το πρώτο συναρμολογούμενο πολεμικό αεροπλάνο / Ο γέρος με τα δυόμιση δόντια και τις σημαίες, κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο της παρέλασης / Το ξύλινο σπίτι στο δέντρο, καράβι ταξιδιάρικο, σπηλιά, κρυψώνα, διαστημόπλοιο / Το σπασμένο χέρι και ο γύψος με την βαρκούλα πλέοντας / Οι πινέζες στη χάρτινη υδρόγειο και τα “θα γυρίσεις πίσω με πολλές ιστορίες” / Η πόλη των 3 εκατομμυρίων εαυτών / Τα 40 και κάτι σφηνάκια στο ονόκιο, νύχτα ενηλικίωσης / η άρνηση μου / η λύπη μου / Εσύ που την πυροβόλησες ακαριαία με το χέρι σου στον ώμο μου ξημερώματα παγκρατίου / Οι κόρε ύδρο και οι έρωτες τους / Η ανάγκη μου να φύγω / Τα τσιγάρα στις ταράτσες , η μόνη σταθερή βραδυνή συνέπεια / Η μέρα που είπα ότι δεν με ενδιαφέρει τίποτα παρά μόνο τα μάτια της / Τα σπασμένα πλήκτρα και τα τραγούδια που παίχτηκαν με τα υπόλοιπα / η ναυτική μπρούτζινη πυξίδα, δώρο συμβολικό / Φεγγάρι ολόγιομο στο Cine Paris, από τα πιο όμορφα / Το μυστικό που δεν ήξερες ότι μόνο εσύ ήξερες / Τα κίτρινα post-it με ψήγματα ‘φοβάμαι’ κολλημένα σε κάθε επόμενη κίνηση / Η σκέψη πως θα ‘φεύγες / Ο Γιώργος και η παρεξήγηση / Το ξέσπασμα στον δερμάτινο καναπέ μια περασμένη καθημερινή / Η μουσική -πάντα- ένα δίκτυ προστασίας στις νυχτερινές μου βουτιές / Η βροχή στην Ομόνοια και οι βρεγμένες εφημερίδες / Οι αποχαιρετισμοί στα αεροδρόμια, μικρές στιγμές πανικού / Το τραγούδι από τους Coldplay σε απευθείας μετάδοση από το κινητό / Το τραίνο για Αλεξανδρούπολη / Οι αποξηραμένες ζέρμπερες πάνω απο τη βιβλιοθήκη / Η Αφροδίτη Μάνου και η νύχτα της / Τα πιο μεγάλα κοκτέιλ του κόσμου στην Σκιάθο / Τα μακροβούτια στον αργοσαρωνικό / Μέρες ανεμελιάς και βόλτες στο βουνό με χαλασμένες ταχύτητες και πλατύγυρα καπέλα / ζαλιστική ζέση νησιώτικου μεσημεριού / Η συγνώμη μου / Οι Οrishas και το El kilo τους στο πάρκο παραμονές λιακάδας / H “Α” που έφυγε για Ευρώπη / Η “Ο” που έφυγε για Αμερική / Εγώ που έμεινα εδώ κάνοντας βόλτες με ανεμόπτερο πάνω απ’ τον κόσμο μου / Τα εφτάχρονα που φιλιόντουσαν μεσημεριάτικα στον Άγιο Θωμά / Εκείνη που κάθε φορά που άγγιζε τις χορδές το δωμάτιο μεταμορφωνόταν σε αερόστατο / και κάθε κύτταρο μου μαζί / Τάνγκο βραδυνό και αναπάντεχο πάνω στα τριώροφα συντρίμια δύο εαυτών· σαν σκηνή από άλλη ταινία / εκείνη η νύχτα που δεν με άφησε να περάσω απαρατήρητος με τίποτα / εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι, το πολύ σαφές και εντοπισμένο… / Τα δεν ξέρω / Τα γιατί μου / Τα γιατί όχι μου / Τα ίσως / Τα έτσι / τα Αλλιώς μου..
(κάτι, σαν πάσα. από το Χνούδι που μας λείπει. Την ευχαριστώ)