* pretend the dove from above is a dragon and your feet are on fire
* pretend the dove from above is a dragon and your feet are on fire
Το 2001 ο εικοσάχρονος Brandon Flowers που, τότε, μόλις είχε μετακομίσει από το Χέντερσον στη θεία του στο Λας Βέγκας, απάντησε στην εξής αγγελία μιας τοπικής εφημερίδας με την υπογραφή κάποιου άγνωστου ονόματι Dave Keuning: “Seeking musicians for all original band. Influences: Oasis, Smashing Pumpkins, Bowie, Radiohead.”
Λίγες μέρες μετά συναντήθηκε με τον εισοσιπεντάχρονο Keuning ο οποίος είχε ήδη ηχογραφημένο σε κασέτα το ριφάκι από το Mr. Brightside, το οποίο και πρόβαραν στο υπόγειο του Ronnie Vannucci Jr. που γνώρισαν λίγο νωρίτερα και τυχαία στην συναυλία μιας τοπικής μπάντας στην οποία έπαιζε κρουστά.
Δύο χρόνια -σχεδόν- μετά είχαν πουλήσει περισσότερα από 25 εκατομμύρια άλμπουμ παγκοσμίως.
Μπορώ να σκεφτώ 25 εκατομμύρια και ένα συνδυασμούς για το πως η συνάντηση των τριών πιο πάνω ανθρώπων δε θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί ποτέ. Αν μη τι άλλο θα μου γλίτωναν ένα μεγάλο μέρος από το χαρτζιλίκι της εφηβείας καθώς και μια -ιδιαίτερη και δοκιμασμένη στο χρόνο- εμμονή που έχω με αυτό το τραγούδι:
oι άνθρωποι με φόντο το γαλάζιο είναι διαφορετικοί. λες και το γαλάζιο προικίστηκε από κάποιον άγνωστο αρχαίο σαμάνο θεό με την ιδιότητα να μπαίνει μέσα τους και τους δροσίζει ή ίσως ακόμα με την ιδιότητα να τους τυλίγει και να τους παραδίδει από τα αισθητήρια στον εγκέφαλο μέσα σε μεγάλες σταγόνες γαλάζιας ευφορίας.
οι άνθρωποι με φόντο το γαλάζιο κάθονταν σήμερα κάτω από την κληματαριά και σιγοτραγουδούσαν una mattina mi son svegliato ο bella ciao, bella ciao, bella ciao ciao ciao και ο χρόνος σήμερα κάτω απ’ αυτή την κληματαριά σταμάτησε για πάντα.
@Αλεξανδρούπολη, 2017
μπορεί τα χρόνια που ακολούθησαν να μην κύλησαν όπως ακριβώς μας τα ‘χε προβάλει ο Sebastian Valmont και τα sequence των cruel intentions του στο δεκατριάχρονο -τότε- και ρημαγμένο απ’ τις ορμόνες παιδικό μυαλό μας. γιατί, αν και αργά, καταλάβαμε ότι και ψυχαναγκαστικός και μαλάκας είναι ιδιότητες που καλό είναι να μη συνδυάζονται οπότε με λίγη, ελάχιστη έμφυτη δόση τσίπας καταλήγεις να συμβιβαστείς με το πρώτο και να κρατήσεις όσες γερές αντιστάσεις μπορείς στο δεύτερο, ελπίζοντας πως αν γίνει το ανάθεμα θα περιοριστεί μοναχά σε όσα τετραγωνικά χώρου σου αναλογούν και θα ‘χεις να λογοδοτήσεις σε σένα και μόνο. όσα κι αν έχω αποκηρύξει βέβαια απ’ τον παιδικό μου ήρωα, θα ζηλεύω για πάντα εκείνη την σκηνή στον αυτοκινητόδρομο, που στο ραδιόφωνο έπαιζε αυτό και που στην θέση του οδηγού δεν καθόμουν εγώ:
“Dear Karen,
If you’re reading this, it means I actually worked up the courage to mail it, so good for me. You don’t know me very well, but if you get me started I have a tendency to go on and on about how hard the writing is for me. But this, this is the hardest thing I ever had to write. [..] Because if I am not with you right now I have this feeling we’ll get lost out there. It’s a big bad world full or twist and turns and people have a way of blinking and missing the moment. The moment that could of changed everything. I don’t know what’s going on with us and I can’t tell you why you should waste a leap of faith on the likes of me. But damn you smell good, like home and you make excellent coffee that’s got to count for something, right?
Unfaithfully yours,
Hank Moody”
Απέναντι απ’ τα κανόνια της παλιάς πόλης και ανάμεσα σε ντόπιους που μιλούσαν όλες τις διαλέκτους του κόσμου και έπιναν Glühwein μεσ’ την παγωνιά, βρέθηκε, αν έχεις τον θεό σου, κάποιος και με ρώτησε που είσαι και τι κάνεις.
Να ‘ταν το κρύο, η αφέλεια της ερώτησης, τα κανόνια απέναντί μου ή η ακριβής και τυχαία σειρά της αλληλουχίας σε ζωντανή απεικόνιση, δεν είμαι σίγουρος. Το βράδυ θύμισε απόγευμα γαμωπέμπτης, τότε που χτύπησε το τηλέφωνο και σε ζήτησαν.
“Αν δε σε πειραζει, βγαίνουμε σε λίγο. Είναι ωραία εδώ.”
“Φυσικά, δεν είμαι δα και κανά πρεζάκι.”
Εγώ, που εκείνη την στιγμή πουλούσα και την ψυχή μου στον διάολο για μια τζούρα.
Θα ‘ταν μάλλον ωραία εκεί.
@Elisabeth, Baden Württemberg
για την ακριβή ώρα δε θυμάμαι να πω. θυμάμαι ότι επιστράτευα όλο μου το θάρρος για να διασχίσω ανάμεσα από ένα μάτσο ιδρωμένους τύπους που χτυπιόντουσαν άτακτα μ’ ένα τραγούδι των Rammstein και να μιλήσω στο κορίτσι που κοιταζόμασταν εδώ και ώρα. κοντοστάθηκα πριν γείρω κι άλλο το κεφάλι προς την αναμμένη φλόγα σκεφτόμενος τον Ισάαμ τον Μαροκινό να ωρύεται για τον φτωχό τον ναύτη που θυσιάζω κάθε που ανάβω ένα τσιγάρο από ένα κερί. πίστευε σε κάτι τέτοιες παράξενες ιστορίες ο Ισάαμ. κι αν όντως είχε δίκαιο; σκέφτηκα. ξανακοίταξα το κορίτσι. δε γίνεται αλλιώς, Ισάαμ, η απόσταση είναι μεγάλη, τα εμπόδια είναι πολλά και το κορίτσι είναι πανέμορφο. αν δεν εφηύραν τα τσιγάρα και τα κεριά ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό τότε για τι; φαντάστηκα τότε τον ναύτη πάνω στην κουπαστή, μ’ ένα στριφτό κι αυτός στο στόμα να λέει μόρτικα πως αν δεν θυσιαστούμε για μην πάει χαμένο κι άλλο κόκκινο κραγιόν πάνω σε άσπρους τοίχους γωνιακούς τότε για τι; κλείνοντας μου το μάτι. ήταν μια κάποια συμφωνία.