για την ακριβή ώρα δε θυμάμαι να πω. θυμάμαι ότι επιστράτευα όλο μου το θάρρος για να διασχίσω ανάμεσα από ένα μάτσο ιδρωμένους τύπους που χτυπιόντουσαν άτακτα μ’ ένα τραγούδι των Rammstein και να μιλήσω στο κορίτσι που κοιταζόμασταν εδώ και ώρα. κοντοστάθηκα πριν γείρω κι άλλο το κεφάλι προς την αναμμένη φλόγα σκεφτόμενος τον Ισάαμ τον Μαροκινό να ωρύεται για τον φτωχό τον ναύτη που θυσιάζω κάθε που ανάβω ένα τσιγάρο από ένα κερί. πίστευε σε κάτι τέτοιες παράξενες ιστορίες ο Ισάαμ. κι αν όντως είχε δίκαιο; σκέφτηκα. ξανακοίταξα το κορίτσι. δε γίνεται αλλιώς, Ισάαμ, η απόσταση είναι μεγάλη, τα εμπόδια είναι πολλά και το κορίτσι είναι πανέμορφο. αν δεν εφηύραν τα τσιγάρα και τα κεριά ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό τότε για τι; φαντάστηκα τότε τον ναύτη πάνω στην κουπαστή, μ’ ένα στριφτό κι αυτός στο στόμα να λέει μόρτικα πως αν δεν θυσιαστούμε για μην πάει χαμένο κι άλλο κόκκινο κραγιόν πάνω σε άσπρους τοίχους γωνιακούς τότε για τι; κλείνοντας μου το μάτι. ήταν μια κάποια συμφωνία.