evZin: Ο κυρ Αντώνης

antt

το γιατί «ο κυρ Αντώνης δε ξαναβγήκε ποτέ του στην αυλή» το αντιλήφθηκα ετεροχρονισμένα. Να ‘ναι από θεία πρόνοια, να ‘ναι οι υπανάπτυκτες παιδικές μου νευρώσεις, σημασία δεν έχει. Όταν η βρωμόλεξη «απώλεια» αποφασίσει να σ’ επισκεφτεί –και θα βρει τρόπο να μπει η καριόλα θες δε θες να ανοίξεις- πονάει. Και όσο πιο απαλά είν’ τα νύχια σου, τόσο πιο πολύ σκίζουν τα δικά της.

Συν-πλην πέντε εγώ. Οι ‘μεγάλοι’, συνήθιζαν να παίζουν χαρτιά αφού τελείωνε το γλέντι και αυτός μη βλέποντας την τύφλα του απ’ το μεθύσι κάθε φορά και αφού τον διώχνανε διακριτικά «Παναγιώτη εσύ θα μας παιξεις μουσική που τα καταφέρνεις» καθότανε αγέρωχος και καμαρωτός στο πιάνο. Εγώ στηνόμουν κάθε φορά δίπλα του γοητευμένος (μη δω από τότε άνθρωπο μεθυσμένο και δη παραμελημένο). “Σήμερα, χικ, μικρέ μου φίλε, χικ, θα σου παίξω, χικ, Χατζηδάκι, χικ, που σ’ αρέσει”. Και αρχίναγε:

♫ ο κυρ Αντώνης πάει καιρός, που ζούσε στην αυλή,
μ’ ένα κρεβάτι, κι ένα κανάτι, και με κρασί πολύ…  ♫

Το ‘χα αγαπήσει βαθειά αυτό το τραγούδι. Μήτε απο Χατζιδάκιδες χαμπάριαζα, μήτε από κλίμακες και πεντάγραμμα. Στ’ αυτιά μου δεν ηχούσε τίποτ’ άλλο παρά μια όμορφη ιστορία, που ‘λεγε κάθε φορά ο μέθυσος φίλος των γονιών μου για ένα γαλανομάτη κυριούλη με αχτένιστα μαλλιά κι ένα λουλούδι καρφιτσωμένο στα παλιά του ρούχα που ‘παιζε μαζί με τα παιδιά, τα αγαπούσε και τα πρόσεχε. Είχα φτιάξει τη μορφή του στο μυαλό μου, ζούσε αθόρυβα και στοργικά εκεί μέσα, γίναμε φίλοι. Παίζαμε στα χωράφια με τα χώματα, και η παιδική μου φαντασία τον ήθελε εκεί παρών, να μας κοιτάει καθισμένος απ΄ την αυλή του και να χαμογελάει απολαμβάνοντας μας, όπως όλοι οι παππούδες του κόσμου.

Αυτοί όμως οι ρημαδοτελευταίοι στίχοι του τραγουδιού, που έπλασε τον παιδικό μου ήρωα, δε μου κάθονταν μα με τίποτα στο στομάχι. Και τι θα πει δηλαδή ότι στο τέλος δε ξαναβγαίνει ποτέ του στην αυλή; Και τι θα πει δηλαδή ότι “για πάντα μεσ’ τ’ όνειρο του θέλησε να ζει”; Σκάλιζα το μυαλό μου να καταλάβω, να βρω λύση. Στην πρώτη μου κασέτα είπα στον πατέρα να μου γράψει μόνο εκείνο το τραγούδι με τον κυρ Αντώνη, όσες φορές χωρούσε. Περίμενα πως πάνω στη ζάλη του, ο μέθυσος Παναγιώτης ξεχνούσε την συνέχεια της ιστορίας και άθελα του δεν την ολοκλήρωνε ποτέ. Δεν ικανοποιήθηκα. Το νόημα των στίχων το συνειδητοποίησα εν τέλη αρκετά μετά, σηματοδοτώντας την πρώτη -φανταστική- μου απώλεια.

Είπα στη δασκάλα του πιάνου ότι δε θέλω να μάθω ούτε κλίμακες, ούτε αρμονίες. Αυτό το τραγούδι θέλω να μου μάθεις της είπα. Και το ‘μαθα, καλά. Και το ‘παιζα, κάθε μέρα. Πολλές φορές. Παραλείποντας την τελευταία στροφή κάθε φορά. Ένοιωθα έτσι πως τον ξαναζωντάνευα. Προσπάθησα μάλιστα να προσθέσω μια δικιά μου τελευταία στροφή, να δώσω εγώ συνέχεια στην ιστορία, μια ιστορία που ο κυρ Αντώνης δε φεύγει, αλλά μένει εκεί, μαζί μας, για όσο. Δεν μου βγήκε ποτέ.

Χρόνια μετά, ακολούθησαν -κι ακολουθούν ακόμα- κι οι άλλοι οι κυρ Αντώνηδες, οι πραγματικοί, αυτοί που φεύγουν αθόρυβα, με τη δικιά τους δημιουργική ασάφεια στις τελευταίες στροφές, όπως κι ο ήρωας μου. Αυτούς τώρα δεν τους ενοχλώ πια, μήτε ξεψαχνίζω το μυαλό μου με αναπάντητα ‘γιατί’, όπως και τότε. Τους αφήνω να ξαποσταίνουν παραδομένοι στη μνήμη. Μόνο κάποια βράδια, πάνω στη μέθη και την παραζάλη μου, παραδίνομαι στη θύμηση τους και σιγοτραγουδώ χαμογελώντας:

«και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε, σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε,
σαν παιδιά με σένα γελάμε,
σαν κάνεις προσευχή,
ταράμ ταράμ ταράμ»

Αυτός είναι κι ο φόρος τιμής μου.

(μ’ αφορμή μιας μεταμεσονύχτιας κουβέντας με τη Μ.)

2 thoughts on “evZin: Ο κυρ Αντώνης

Leave a reply to evΖin Cancel reply